μαμούνι

μαμούνι
[мамуни] ουσ. о. букашка.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαμούνι" в других словарях:

  • μαμούνι — το βλ. μαμούδι …   Dictionary of Greek

  • μαμούνι — το το μαμούδι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαμούδι — και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι) έντομο, ζωύφιο νεοελλ. μτφ. άνθρωπος αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού μάμμος (II) «οικέτης». Κατ άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο <… …   Dictionary of Greek

  • αράχνιον — ἀράχνιον, το (Α) 1. ιστός της αράχνης 2. αρρώστεια ελαιόδεντρων 3. μικρή αράχνη, σφαλαγγουράκι, μαμούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. αράχνη] …   Dictionary of Greek

  • ζούδι — και ζούδιο, το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι 2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος 3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα 4. σκιάχτρο, φόβητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον* (< ζω ίδιον), είναι… …   Dictionary of Greek

  • λυσσομάμουδο(ν) — λυσσομάμουδο(ν), τὸ (Μ) 1. φυτό για το οποίο πιστευόταν ότι θεραπεύει τη λύσσα 2. ο καρπός τού φυτού αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + μαμούδιν «μαμούνι, μικρό έντομο»] …   Dictionary of Greek

  • μικρόζωο — το 1. μικροζωάριο 2. μαμούνι …   Dictionary of Greek

  • μαμούδι — το το ζωύφιο, το μικροσκοπικό έντομο, το μαμούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»